- συνιερεύς
- -έως, ό, θηλ. συνιέρεια, ΜΑ [ἱερεύς]ο συνάδελφος ιερέα, ιερέας όπως και άλλος (α. «θαρσῆσαι τὴν τοῡ συνιερέως ἀνάρρησιν», Συνεσ.β. «καὶ τοῑς συνιερεῡσιν ἀεί καὶ περὶ τῶν μικρῶν διαφερομένου», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνιερεύς — fellow priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερεῖς — συνιερεύς fellow priest masc acc pl συνιερεύς fellow priest masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερέων — συνιερεύς fellow priest masc gen pl συνιερέω̆ν , συνιερεύς fellow priest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερεῦσι — συνιερεύς fellow priest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερεῦσιν — συνιερεύς fellow priest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερέως — συνιερέω̆ς , συνιερεύς fellow priest masc gen sg συνιερεύς fellow priest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιέρεια — ἡ, Α βλ. συνιερεύς … Dictionary of Greek
συνιερεύω — Α [συνιερεύς] συνίερατεύω* … Dictionary of Greek
ՔԱՀԱՆԱՅԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0967 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. συνιερεύς collega in saerdotio συμπρεσβύτερος sympresbyter. Դասակից քահանայից. երիցակից. *Քահանայակցի տիմոթեայ ʼի դիոնեսիոսէ քահանայէ: Ի քահանայէ ʼի դիոնեսիոսէ (ասէ) առ քահանայակիցդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
συνιερεῦ — συνιεράομαι join in performing holy rites pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) συνιεράομαι join in performing holy rites imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) συνιερεύς fellow priest masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)